- στοχανδόν
- στοχανδόνby conjectureindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοχανδόν — Α επίρρ. σύμφωνα με εικασία, κατά φαντασίαν, υποθετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στοχαίνω + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀναφαν δόν)] … Dictionary of Greek